Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γιουσουρούμ
1 εγγραφή
γιουσουρούμ το [jusurúm] Ο (άκλ.) : υπαίθρια αγορά μεταχειρισμένων ειδών.

[ίσως ανθρωπων. (όν. Εβραίου παλαιοβιβλιοπώλη)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες