Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεφυροπλάστιγγα
1 εγγραφή
γεφυροπλάστιγγα η [jefiroplástiŋga] Ο28 : πλάστιγγα που χρησιμοποιείται για το ζύγισμα φορτωμένων συνήθ. οχημάτων.

[λόγ. γέφυρ(α) -ο- + πλάστ(ιγξ) -ιγγα μτφρδ. γερμ. Brückenwaage]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες