Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γενναιοφροσύνη
1 εγγραφή
γενναιοφροσύνη η [jeneofrosíni] Ο30α : η ιδιότητα του γενναιόφρονα· η ευγένεια της ψυχής, η μεγαλοψυχία.

[λόγ. γενναιόφρ(ων) -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες