Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γεμιστηρ
2 εγγραφές [1 - 2]
γεμιστήρα η [jemistíra] Ο26 : (προφ.) γεμιστήρας.

[< γεμιστήρας μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ.]

γεμιστήρας ο [jemistíras] Ο2 : στα επαναληπτικά όπλα, κινητή, μεταλλική θήκη με φυσίγγια.

[λόγ. γεμισ- (γεμίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. chargeoir]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες