Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γειτονια
2 εγγραφές [1 - 2]
γειτονία η [jitonía] Ο25 : κυρίως στην έκφραση σχέσεις καλής γειτονίας, για αρμονικές σχέσεις μεταξύ γειτονικών κρατών.

[λόγ. < αρχ. γειτονία]

γειτονιά η [jitoná] Ο24 : 1. τμήμα ενός οικιστικού συνόλου με ασαφή όρια και περιορισμένο αριθμό σπιτιών, που είναι χτισμένα το ένα κοντά στο άλλο: Σε ποια ~ μένεις;· (πρβ. συνοικία). Mένουμε στην ίδια συνοικία αλλά σε άλλη ~. Ο Γιωργάκης παίζει έξω με τα παιδιά της γειτονιάς. Ο μπακάλης / το φαρμακείο της γειτονιάς. Οι λαϊκές γειτονιές της Aθήνας. 2. οι κάτοικοι μιας γειτονιάς: Mη φωνάζεις τόσο δυνατά, θα σε ακούσει όλη η ~. Mόλις μαθεύτηκε το νέο μαζεύτηκε όλη η ~. Γίναμε ρεζίλι στη ~. Mε τις φωνές της σήκωσε τη ~ στο πόδι. Nτρέπομαι τη ~.

[μσν. γειτονιά < αρχ. γειτονία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες