Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γγασ
2 εγγραφές [1 - 2]
γγάστρωμα το [gástroma] Ο49 : το αποτέλεσμα του γγαστρώνω.

[γγαστρώ(νω) -μα]

γγαστρώνω [gastróno] -ομαι Ρ1 : 1. (λαϊκ.) για άντρα ή για αρσενικό ζώο που αφήνει έγκυο γυναίκα ή θηλυκό ζώο: Tην γγάστρωσε και τώρα δε θέλει να την πάρει. Kάνει σαν γγαστρωμένη· ό,τι της μυρίσει το θέλει. ΦΡ η νύχτα είναι γγαστρωμένη, όταν αναμένουμε τα αποτελέσματα κάποιων διεργασιών. ΠAΡ Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γγαστρωμένη, για αντίξοες συνθήκες. 2. (μτφ.) εξαντλώ την υπομονή κάποιου, εκνευρίζω ή ερεθίζω κπ. υπερβολικά: Aποφάσισε επιτέλους, μας γγάστρωσες!

[μσν. γγαστρώνω < εγγαστρώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ἐγγαστρ(ῶ) -ώνω < αρχ. ἐν + γαστρ- (γαστήρ) `κοιλιά΄ -ῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες