Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαστριμαργία
1 εγγραφή
γαστριμαργία η [γastrimarjía] Ο25 : η ιδιότητα εκείνου που αγαπά υπερβολικά το εκλεκτό φαγητό.

[λόγ. < αρχ. γαστριμαργία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες