Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαριάζω [γarjázo] Ρ2.1α μππ. γαριασμένος : για ασπρόρουχα που από το κακό πλύσιμο παίρνουν με τον καιρό ένα κιτρινωπό χρώμα: Aυτό το σαπούνι μού γάριασε τα ρούχα. Tα γαριασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν. || (επέκτ.) για κάθε λευκή επιφάνεια που έχει κιτρινίσει από κακό πλύσιμο: Γάριασαν τα μάρμαρα / ο νεροχύτης.
[γάρ(ος) -ιάζω]