Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαριάζω
1 εγγραφή
γαριάζω [γarjázo] Ρ2.1α μππ. γαριασμένος : για ασπρόρουχα που από το κακό πλύσιμο παίρνουν με τον καιρό ένα κιτρινωπό χρώμα: Aυτό το σαπούνι μού γάριασε τα ρούχα. Tα γαριασμένα ρούχα δύσκολα καθαρίζουν. || (επέκτ.) για κάθε λευκή επιφάνεια που έχει κιτρινίσει από κακό πλύσιμο: Γάριασαν τα μάρμαρα / ο νεροχύτης.

[γάρ(ος) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες