Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαλέρα
1 εγγραφή
γαλέρα η [γaléra] Ο25 : είδος πολεμικού ιστιοφόρου πλοίου με κουπιά, σε χρήση από το Mεσαίωνα ως το 18ο αι.: Tρικάταρτη ~. Kουρσάρικη ~.

[αντδ.(;) < βεν. galera < ισπαν. galera (στη σημερ. σημ.) < ίσως μσν. γαλαία `μικρό πειρατικό πλοίο΄ (ιλλυρικής(;) προέλ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες