Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γαιοκτησία
1 εγγραφή
γαιοκτησία η [jeoktisía] Ο25 : η ιδιοκτησία εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης: Δεν υπήρξε / δεν έγινε αλλαγή στο καθεστώς γαιοκτησίας.

[λόγ. γαιο- + κτήσ(ις) -ία μτφρδ. γερμ. Landbesitz]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες