Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γίββωνας
1 εγγραφή
γίββωνας ο [jívonas] Ο5 : είδος πιθήκου.

[λόγ. γίββ(ων) -ωνας < αγγλ. gibbon από τα ινδ. (ορθογρ. δαν.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες