Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γέννημα το [jénima] Ο49 : το αποτέλεσμα του γεννώ. 1. αυτό που γεννιέται ή που προέρχεται από κπ. ή από κτ., κυρίως: α. στη ΦΡ ~ θρέμμα, για κπ. που γεννήθηκε και ανατράφηκε, που διαμορφώθηκε κάπου: Είναι ~ θρέμμα Aθηναίος / της Aθήνας. || (επέκτ.): ~ θρέμμα του ΠAΟK / της σχολής μας, που από τα πρώτα του βήματα διαμορφώθηκε σ΄ ένα περιβάλλον και συνεπώς είναι αγαπητός και αποδεκτός από το συγκεκριμένο περίγυρο. β. στην έκφραση ~ / γεννήματα της φαντασίας (του), δημιούργημα, αποκύημα. γ. αποτέλεσμα: Ο υπερκαταναλωτισμός είναι ~ μεταπολεμικό. 2. (λαϊκότρ., συνήθ. πληθ.) το σιτάρι ή το κριθάρι, τα δημητριακά.
[1: αρχ. γέννημα· 2: ελνστ. σημ.]