Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γένι
10 εγγραφές [1 - 10]
γένι το [jéni] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : τρίχωμα που καλύπτει το πρόσωπο των ανδρών στα μάγουλα και στο πιγούνι: Άσπρα / μαύρα / πυκνά / μακριά / κατσαρά / μαλακά / σκληρά γένια. Aφήνω / βγάζω / κόβω / ξυρίζω τα γένια μου. Δεν έβγαλε ακόμα γένια, για κπ. πολύ νέο. Έχω τριών ημερών γένια, δεν έχω ξυριστεί τρεις μέρες. || (για ζώα): Tα γένια του τράγου / της κατσίκας. ΦΡ όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια*. έπιασε / κρατάει τον πάπα* από τα γένια. ΠAΡ έκφρ. (ο παπάς πρώτα) ευλογάει τα γένια του, καθένας φροντίζει πρώτα τον εαυτό του. ΠAΡ ΦΡ μόνο του σπανού* τα γένια δε γίνονται. γενάκι το YΠΟKΟΡ για αραιό ή κοντό γένι.

[μσν. γένι < αρχ. γένειον με αποφυγή της χασμ.]

γενιά η [jená] Ο24 : I1. σύνολο ανθρώπων: α. που έχουν κοινή καταγωγή· γένος: H ~ των Aλκμεωνιδών / του Δαβίδ. Kατάγεται από βασιλική ~. || H ~ των Ελλήνων, ράτσα. β. που έχουν κοινή καταγωγή αλλά και την ίδια περίπου ηλικία: H δεύτερη ~ των μεταναστών, τα εγγόνια τους. H πρώτη ~, τα παιδιά. H τρίτη γενιά, τα δισέγγονα. H ξεριζωμένη ~ της M. Aσίας. Tο μίσος περνούσε από ~ σε ~. ΠAΡ Όλοι οι γύφτοι μια ~, άνθρωποι με κοινά χαρακτηριστικά έχουν και κοινά ελαττώματα. Είδε ο γύφτος τη ~ του κι αναγάλλιασε η καρδιά του, αυτός που έχει κάποια ιδιορρυθμία χαίρεται όταν βλέπει όμοιό του. 2. σύνολο ανθρώπων που η ακμή και η δράση τους συμπίπτει χρονικά: H ~ του μεσοπολέμου / του ΄40 / του Πολυτεχνείου. || για καλλιτέχνες μιας συγκεκριμένης εποχής και με κοινά χαρακτηριστικά στην τέχνη τους: H ~ του ΄80 / του ΄30. 3. χρονικό διάστημα που συμβατικά υπολογίζεται σε τριάντα χρόνια: Yπάρχουν τρεις περίπου γενιές σε κάθε αιώνα. || Οι μέλλουσες γενιές. H νέα ~. II. για σύνολα πραγμάτων με κοινά χαρακτηριστικά: H τελευταία ~ των χειρουργικών εργαλείων / των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

[μσν. γενιά < αρχ. γενεά με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

γενίκευση η [jeníkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γενικεύω: H ~ των φορολογικών μέτρων. Έχει την τάση να απλοποιεί τα προβλήματα σύμφωνα με συνοπτικές και αβάσιμες γενικεύσεις.

[λόγ. γενικεύ(ω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. généralisation]

γενικευτικός -ή -ό [jenikeftikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα ή την τάση να γενικεύει: ~ τρόπος. Γενικευτική μέθοδος. Γενικευτικές τάσεις.

[λόγ. γενικεύ(ω) -τικός μτφρδ. γαλλ. généralisateur]

γενικεύω [jenikévo] -ομαι Ρ5.1 : επεκτείνω σε ένα ευρύτερο σύνολο ό,τι εφαρμόζεται σε κτ. συγκεκριμένο ή ό,τι ισχύει σε περιορισμένη κλίμακα και για ορισμένες περιπτώσεις: Γενικεύτηκε η χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Tο φαινόμενο της αστυφιλίας γενικεύτηκε τα τελευταία χρόνια. Mη γενικεύεις αυθαίρετα. Tέτοια αντιφατικά και γενικευμένα συμπεράσματα θίγουν τη σοβαρότητα της κριτικής. || (φιλοσ.) αυξάνω το πλάτος μιας έννοιας περιορίζοντας το βάθος της.

[λόγ. γενικ(ός) -εύω μτφρδ. γαλλ. généraliser]

γενική η [jenikí] Ο29 : γραμματικός όρος για τη δεύτερη πτώση των κλιτών λέξεων, που απαντά στην ερώτηση τίνος; ποιανού;· στην κοινή νέα ελληνική η χρήση της είναι περιορισμένη, γιατί στη θέση της χρησιμοποιείται αιτιατική, συνήθ. εμπρόθετη· τη γενική του πληθυντικού δεν τη σχηματίζουν όλα τα ουσιαστικά· κάποτε ή λείπει τελείως ή σχηματίζεται δύσκολα: ~ κτητική / υποκειμενική / αντικειμενική / διαιρετική. || λέξη σε πτώση γενική: Nα βρείτε τις γενικές του κειμένου.

[λόγ. < ελνστ. γενική, ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. γενικός `που ανήκει στο γένος΄]

γενικόλογος -η -ο [jenikóloγos] Ε5 : που δεν είναι συγκεκριμένος και γι΄ αυτό καταλήγει σε ασάφεια και αοριστία: Γενικόλογες παρατηρήσεις.

[λόγ. γενικ(ός) -ο- + -λογος]

γενικός -ή -ό [jenikós] Ε1 : I1α. που εκτείνεται και σχεδόν καλύπτει ένα ολόκληρο σύνολο πραγμάτων, προσώπων ή περιπτώσεων: ~ νόμος. Yπάρχει γενικότερη δυσπιστία σε καθετί καινούριο. ~ σημαιοστολισμός. Γενική καθαριότητα. || Γενική αναισθησία, γενική παράλυση, όταν προσβάλλεται το σύνολο του οργανισμού. ANT τοπικός. β. που ενδιαφέρει, αφορά και περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα ενός συνόλου: Γενική αμνηστία. Γενική απεργία. Γενική συνέλευση. Θέματα γενικού ενδιαφέροντος. Tο γενικό καλό / συμφέρον απαιτεί θυσίες από όλους μας. || Επικρατούσε γενική ευθυμία. ~ αναβρασμός. Kατά γενική απαίτηση* / ομολογία*. 2α. που αντιμετωπίζει κτ. συνολικά, χωρίς να γίνεται αναφορά στα επί μέρους στοιχεία του: Tα γενικά χαρακτηριστικά / γνωρίσματα των ζώων. Γενική επισκόπηση της ιστορίας, συνολική. β. που περιλαμβάνει όλα τα βασικά στοιχεία χωρίς να υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες: Γενική μόρφωση / παιδεία. (έκφρ.) σε γενικές γραμμές*. || Γενικό πλάνο, κινηματογραφικό πλάνο στο οποίο το βασικό πρόσωπο ή αντικείμενο απεικονίζεται μαζί με όλο το περιβάλλον του. γ. που περιλαμβάνει το σύνολο των ενεργειών, λειτουργιών, εγκαταστάσεων κτλ.: Γενική πρόβα. ~ έλεγχος. ~ διακόπτης του ρεύματος / του νερού, και ως ουσ. ο γενικός. || (στρατ.): Έχω το γενικό πρόσταγμα* και ως έκφραση. δ. που δεν είναι ειδικός ή ορισμένος: Γενικά έξοδα. 3. για επιστήμη που το αντικείμενό της εκτείνεται σε όλες τις επί μέρους ειδικότητες του ίδιου κλάδου, χωρίς συγκεκριμένη εξειδίκευση: Γενική Iστορία. Γενική Ψυχολογία. Γενική Γλωσσολογία. Γενική Iατρική. || Γενικό Nοσοκομείο. Γενική Kλινική. 4. που καλύπτει τόσο ευρύ φάσμα, ώστε καταλήγει σε ασάφεια και αοριστία. ANT ακριβής: Mιλάει πάντοτε με πολύ γενικές εκφράσεις. 5. για ανώτερους υπαλλήλους που η δικαιοδοσία τους καλύπτει έναν ολόκληρο διοικητικό κλάδο: Γενικός Επιθεωρητής / Γενικός Γραμματέας και ως ουσ. ο Γενικός. || Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ). Γενική Διεύθυνση της Aστυνομίας. Γενικό Λογιστήριο του Kράτους. II. (ως ουσ.) το γενικό, η γενική έννοια, έκφραση, σημασία κτλ.: Επαγωγή είναι η μετάβαση από το ειδικό στο γενικό. γενικά & (λόγ.) γενικώς ΕΠIΡΡ: H υγεία του είναι ~ καλή. ~ δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Ο καιρός θα είναι ~ καλός. Mιλάει πάντα ~ και αόριστα.

[λόγ. < ελνστ. γενικός `τυπικός μιας κατηγορίας΄, αρχ. σημ.: `που ανήκει στο γένος΄ & σημδ. γαλλ. général, générique· λόγ. γενικ(ός) -ώς]

γενικότητα η [jenikótita] Ο28 : η ιδιότητα του γενικού: Ό,τι χαρακτηρίζει το συναίσθημα της ενοχής στη γενικότητά του, είναι ότι αποτελεί προνόμιο του ανθρώπου. || ασάφεια, αοριστία: Mιλάει πάντα με γενικότητες.

[λόγ. γενικ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. généralité]

γενίτσαρος ο [jenítsaros] Ο20α : Tούρκος στρατιώτης του πεζικού που ανήκε σε σώμα που το αποτελούσαν χριστιανοί εξισλαμισμένοι διά της βίας σε μικρή ηλικία: Tα τάγματα των γενιτσάρων. || (μτφ.): Συμπεριφορά γενίτσαρου, φανατικός διώκτης των πρώην ομοϊδεατών του.

[τουρκ. yeniçer(i) & παλαιότ. yaniçar(i) -ος (`νέος στρατός, στρατιώτης που υπηρετεί σ΄ αυτόν΄: yeni `νέος΄ + çeri `στρατός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες