Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βύσσινο το [vísino] Ο41 : καρπός σφαιρικού σχήματος, λίγο πιο μικρός από το κεράσι, που έχει σκούρο κόκκινο χρώμα και γεύση γλυκόξινη: Bύσσινα για γλυκό. Ο λεκές από το ~ δε βγαίνει εύκολα. || το γλυκό που παρασκευάζεται από βύσσινα: Mας κέρασαν γλυκό ~. ΦΡ να λείπει / να μένει το ~, για μη αποδοχή πρότασης, προσφοράς που ο αποδέκτης την κρίνει ως ασύμφορη, βλαπτική (για τον εαυτό του): Mου πρότεινε να δουλέψουμε μαζί αλλά να λείπει το ~.
[ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. βύσσινος `πορφυρός΄]