Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βυσσο
1 εγγραφή
βυσσοδομώ [visoδomó] Ρ10.9α : (λόγ.) σχεδιάζω κρυφά και ύπουλα κτ. κακό για κπ.· μηχανορραφώ: Οι εχθροί της δημοκρατίας βυσσοδομούν αδιάκοπα.

[λόγ. < μσν. βυσσοδομώ < αρχ. βυσσοδομ(εύω) `οικοδομώ στο βάθος΄ μεταπλ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες