Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βρυσομάνα
1 εγγραφή
βρυσομάνα η [vrisomána] Ο25α : (λαϊκότρ.) πηγή από όπου αναβλύζει άφθονο νερό· νερομάνα, κεφαλάρι.

[βρύσ(η) -ο- + -μάνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες