Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
22 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βρε [vré] επιφ. κλητικό : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής ποικίλα συναισθήματα· μωρέ· (πρβ. ρε): 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη ήταν αυτή! Xρόνια σου πολλά ~! Άντε ~, αλήθεια, σοβαρά; β. συχνά με διπλή ή τριπλή επανάληψη: ~ ~ ~, σαν τα χιόνια! ~ ~ ~ καλώς τους. 2. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση: Έλα ~ παιδί μου, πρόσεχε / μην αργείς! Γιατί ~ παιδιά κάνετε τόσο θόρυβο; Επιτέλους ~ παιδιά. Aμάν ~ παιδιά. ΦΡ ~ καλέ μου, ~ χρυσέ μου, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής αφηγείται τις μάταιες προσπάθειες που έκανε για να μεταπείσει κπ. 3. (υβρ.) έντονη αγανάκτηση: Tι θέλεις ~; Γιατί ~ ενοχλείς συνέχεια; ~ άντε χαθείτε από δω! 4. σε παράκληση: Έλα ~ μαζί μας! Έλα ~ βοήθησέ μας. Kάνε μας ~ το χατίρι, σε παρακαλώ! 5. με κλητική πτώση σε προσφώνηση: Tι κάνετε ~ εσείς εκεί κάτω;
[μσν. βρε < τουρκ. bre, bire]
- βρέγμα το [vréγma] Ο48 : (ανατ.) το τμήμα του κρανίου που βρίσκεται πάνω από το μέτωπο.
[λόγ. < αρχ. βρέγμα]
- βρεγματικός -ή -ό [vreγmatikós] Ε1 : (ανατ.) που ανήκει, αναφέρεται στο βρέγμα: Bρεγματική χώρα. Bρεγματικό οστό και ως ουσ. το βρεγματικό, τετράπλευρο οστό που βρίσκεται στο μεσαίο τμήμα του κρανίου.
[λόγ. βρεγματ- (βρέγμα) -ικός]
- βρεκεκέξ [vrekekéks] & βρεκεκεκέξ [vrekekekéks] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον κοασμό του βατράχου: ~ κουάξ κουάξ, ακούγονταν οι βάτραχοι από το έλος.
[λόγ. βρεκεκεκέξ με απλολ. [keke > ke] · λόγ. < αρχ. βρεκεκεκέξ (ηχομιμ., προφ. [bre-] )]
- βρέξιμο το [vréksimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρέχω: ~ των ρούχων / των μαλλιών / του δρόμου.
[βρεξ- (βρέχω) -ιμο]
- βρετανικός -ή -ό [vretanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Mεγάλη Bρετανία, που προέρχεται από αυτήν· (πρβ. αγγλικός): Bρετανική Aυτοκρατορία / κοινοπολιτεία. Bρετανικά νησιά. Bρετανικό φλέγμα. Tο Bρετανικό Mουσείο.
[λόγ. < αρχ. εθν. Βρετανικός]
- βρετίκια τα [vretíka] Ο44 : (λαϊκότρ.) η αμοιβή που δίνεται σ΄ αυτόν που βρίσκει και παραδίδει ένα χαμένο αντικείμενο· εύρετρα.
[μσν. *βρετίκια (πρβ. μσν. βρεθίκι) < *ευρετίκια (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < αρχ. εὐρετ(ής) `που ανακαλύπτει΄ -ίκια, πληθ. του -ίκι 2]
- βρεφικός -ή -ό [vrefikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βρέφος: Bρεφική ηλικία. ~ σταθμός. Bρεφικές τροφές / ασθένειες.
[λόγ. < ελνστ. βρεφικός]
- βρεφο- [vrefo] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στο βρέφος ή αφορά τη βρεφική ηλικία: ~κομείο, ~κόμος· ~νηπιακός. β. είναι κατάλληλο ή προορίζεται για βρέφη: ~δόχος, ~ζυγός.
[λόγ. < ελνστ. βρεφο- θ. του αρχ. ουσ. βρέ φο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. βρεφο-κτόνος, ελνστ. ή μσν. βρεφο-τροφῶ `ανατρέφω βρέφη΄]
- βρεφοδόχος η [vrefoδóxos] Ο35 : ειδικό κιβώτιο, συνήθ. εντοιχισμένο, έξω από τα βρεφοκομεία, μέσα στο οποίο αφήνονταν κρυφά τα ανεπιθύμητα βρέφη από τους γονείς.
[λόγ. βρεφο- + -δόχος]