Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βούρλο το [vúrlo] Ο39 : 1. ποώδες υδρόφιλο φυτό, με τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται σχοινιά, ψάθες, καλάθια κτλ.· σχοίνος. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ανόητο, βλάκα.
[μσν. βούρλον < ελνστ. βροῦλον με μετάθ. του [r] ]