Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βούκινο το [vúkino] Ο41 : είδος σάλπιγγας από χαλκό ή όστρακο. ΦΡ κάνω κτ. ~, κοινολογώ ένα μυστικό, κτ. εμπιστευτικό: Εγώ του είπα ένα μυστικό, κι αυτός το ΄κανε ~.
[μσν. βούκινον < λατ. bucina θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.]