Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουτυρώνω
1 εγγραφή
βουτυρώνω [vutiróno] -ομαι Ρ1 : αλείφω με βούτυρο μια επιφάνεια: Nα βουτυρώσεις το ταψί για να μην κολλήσει το κέικ.

[βούτυρ(ο) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες