Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουστάσιο
1 εγγραφή
βουστάσιο το [vustásio] Ο42 : οργανωμένος στάβλος βοοειδών.

[λόγ. < ελνστ. βουστάσιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες