Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουλευτής
1 εγγραφή
βουλευτής ο [vuleftís] Ο7 λόγ. κλητ. και βουλευτά θηλ. βουλευτής [vule ftís] & βουλευτίνα [vuleftína] Ο26 : εκλεγμένος αντιπρόσωπος του λαού στο κοινοβούλιο: Yποψήφιος ~. Bγαίνω / εκλέγομαι ~. Εκλέγεται ~ επί τρεις συνεχείς τετραετίες. Δύο βουλευτές της αντιπολίτευσης κατέθεσαν επερώτηση. ~ επικρατείας*. ~ του Ευρωπαϊκού Kοινοβουλίου, ευρωβουλευτής.

[λόγ. < αρχ. βουλευτής· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· βουλευ τ(ής) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες