Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βουκέντρα
1 εγγραφή
βουκέντρα η [vukéndra] Ο25 & βουκέντρι το [vukéndri] Ο44 : μακρύ ραβδί με αιχμή στη μία άκρη, με το οποίο κεντούν τα βόδια για να κινούνται ταχύτερα (ιδ. κατά το όργωμα).

[βουκέντρ(ι) μεγεθ. -α· μσν. βουκέντρι(ν) υποκορ. του ελνστ. βούκεντρ(ον) -ι(ο)ν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες