Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βοεβόδας ο [voevóδas] & βοϊβόδας ο [v(oi)vóδas] Ο2 θηλ. βοϊβοδίνα [v(oi)voδína] Ο26 : τίτλος που έφεραν στρατιωτικοί ή πολιτικοί διοικητές επαρχιών στις σλαβικές χώρες και στην ευρωπαϊκή Tουρκία. || (θηλ.) η σύζυγος του βοεβόδα. ΠAΡ Aς με λεν βοϊβοδίνα κι ας ψοφώ από την πείνα, για ανθρώπους που θέλουν να επιδεικνύονται κοινωνικά, χωρίς να έχουν και τις ανάλογες προϋποθέσεις.
[μσν. βοεβόδας, βοϊβόδας < σλαβ. wojevod(e), voivod(a) -ας· βοϊβόδ(ας) -ίνα]