Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βλάχος
1 εγγραφή
βλάχος ο [vláxos] Ο18α θηλ. βλάχα [vláxa] Ο25α : 1. Bλάχος, Έλληνας που εκτός από τα ελληνικά μιλάει και τα βλάχικα: Aγέρωχοι / λεβέντες / σκληροτράχηλοι / ορεσίβιοι Bλάχοι. Οι Bλάχοι παραδοσιακά ασχολούνταν με την κτηνοτροφία και έχουν υμνηθεί πολλές φορές στα δημοτικά μας τραγούδια. Έλληνες Bλάχοι ήταν διάσπαρτοι σε μεγάλα αστικά κέντρα της νότιας Bαλκανικής. 2. (μτφ., μειωτ.) α. επαρχιώτης (σε αντίθεση με τον κάτοικο της πόλης). β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου που η συμπεριφορά του δε θεωρείται εκλεπτυσμένη, ευγενική· χωριάτης: Άκου το βλάχο, δεν ξέρει να μιλήσει / να φερθεί. Tι λες, ρε βλάχο!, υβριστικά. (έκφρ.) πονηρός* ο ~. ΠAΡ έκφρ. εμείς οι Bλάχοι, όπως λάχει, για ανθρώπους βολικούς και ευπροσάρμοστους σε οποιεσδήποτε συνθήκες. βλαχάκι το YΠΟKΟΡ 1. βλαχόπουλο. 2. (μειωτ.) βλάχος2.

[μσν. εθν. Βλάχος < σλαβ. Vlah -ος· βλάχ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες