Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιδολόγος
1 εγγραφή
βιδολόγος ο [viδolóγos] Ο18 : I. η φιλιέρα. II. κατσαβίδι.

[βίδ(α) -ο- + -λόγος 3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες