Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβλιοθηκάριος
1 εγγραφή
βιβλιοθηκάριος ο [vivlioθikários] Ο20α θηλ. βιβλιοθηκάριος [vivlioθiká rios] Ο36 : ειδικός που είναι επιφορτισμένος με την ταξινόμηση, τη φύλαξη και τη συντήρηση των βιβλίων μιας βιβλιοθήκης.

[λόγ. < μσν. βιβλιοθηκάριος < λατ. bibliothecarius < ελνστ. βιβλιοθήκ(η) -arius· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες