Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιβλιοδέτης
2 εγγραφές [1 - 2]
βιβλιοδέτης ο [vivlioδétis] Ο10 : αυτός που έχει ως επάγγελμα τη βιβλιοδεσία.

[λόγ. βιβλιο- + αρχ. -δέτης (θ. δε- του δέω `δένω΄ -της) κατά το αρχ. ἱπποδέτης `που δένει τα άλογα΄ μτφρδ. γερμ. Buchbinder]

βιβλιοδέτηση η [vivlioδétisi] Ο33 : η βιβλιοδεσία.

[λόγ. βιβλιοδετη- (βιβλιοδετώ) -σις > -ση μτφρδ. γερμ. Buchbinderei]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες