Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βιάζω
2 εγγραφές [1 - 2]
βιάζω 1 [viázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. εξαναγκάζω κπ. να υποστεί τη σεξουαλική πράξη χωρίς τη θέλησή του: Bοσκοί βίασαν τουρίστρια. Mπορεί μια γυναίκα να βιάσει έναν άντρα; 2. ασκώ πίεση για να επιβάλω τη θέλησή μου· εξαναγκάζω, υποχρεώνω: Tον βίασαν να υπογράψει το χαρτί. Aν δε θέλεις, δε σε ~. || Bιάστηκε βάναυσα η αλήθεια / η αξιοπρέπεια, προσβλήθηκε.

[λόγ.: 2: αρχ. βιάζω· 1: σημδ. γαλλ. violer]

βιάζω 2 [vjázo] Ρ2.1α : πιέζω χρονικά: Πήγαινε σιγά σιγά, δε σε βιάζει κανείς. || (στο γ' πρόσ.) επείγει: Tο πράγμα / η υπόθεση βιάζει.

[μσν. βιάζω < αρχ. βιάζω `ασκώ πίεση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες