Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βερικοκιά
1 εγγραφή
βερικοκιά η [verikoká] Ο24 : οπωροφόρο φυλλοβόλο δέντρο, του οποίου καρπός είναι το βερίκοκο.

[μσν. βερικοκκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < βερίκοκκ(ο) -ία (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες