Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βδέλλα
1 εγγραφή
βδέλλα η [vδéla] Ο25 : 1. είδος υδρόβιου σκουληκιού, από το οποίο το γνωστότερο (βδέλλα η ιατρική), το χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για αφαιμάξεις: Tου έβαλαν βδέλλες για να του πέσει ο πυρετός. || Mου κόλλησε σαν ~. Mου πίνει / ρουφάει το αίμα σαν ~. 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο φορτικό, εκμεταλλευτή, παρασιτικό, που δύσκολα απαλλάσσεται κανείς από αυτόν: Ο φίλος σου αποδείχτηκε μεγάλη ~.

[αρχ. βδέλλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες