Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαρυστομαχιάζω
1 εγγραφή
βαρυστομαχιάζω [varistomaxázo] Ρ2.1α μππ. βαρυστομαχιασμένος : νιώθω βάρος, δυσφορία, ενόχληση στο στομάχι από δυσπεψία ή υπερβολική κατανάλωση τροφής: Έφαγα πολύ και βαρυστομάχιασα. Σηκώθηκα από το τραπέζι βαρυστομαχιασμένος.

[βαρυστομαχ(ιά) -ιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες