Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βαπόρι
4 εγγραφές [1 - 4]
βαπόρι το [vapóri] Ο44 : πλοίο που κινείται με μηχανή· καράβι: Δουλεύει / μπάρκαρε στα βαπόρια, εργάζεται ως ναυτικός. ΦΡ γίνομαι ~, θυμώνω πολύ, εξοργίζομαι. κάνω κπ. ~, τον κάνω να θυμώσει πολύ, να εξοργιστεί· ΣYN ΦΡ γίνομαι / κάνω κπ. μπαρούτι. βαποράκι το YΠΟKΟΡ 1. ~ της γραμμής, πλοιάριο που εκτελεί συγκεκριμένη συγκοινωνία, διαδρομή. 2. (μτφ.) άτομο που χρησιμοποιείται για τη διακίνηση ναρκωτικών: Είναι / κάνει το ~.

[ιταλ. vapor(e) -ι, ουδ. αναλ. προς το καράβι]

βαποριά η [vaporjá] Ο24 : (οικ.) το περιεχόμενο, το φορτίο ενός βαποριού: Tο πλοίο ξεφόρτωσε στο λιμάνι μια ~ κάρβουνο.

[βαπόρ(ι) -ιά]

βαποριζατέρ το [vaporizatér] Ο (άκλ.) : μικρή συσκευή ψεκασμού, κυρίως για αρώματα. || ο αντίστοιχος μηχανισμός ψεκασμού.

[λόγ. < γαλλ. vapo risateur]

βαπορίσιος -α -ο [vaporísxos] Ε4 : που ανήκει ή που χρησιμοποιείται στο βαπόρι. (έκφρ.) ~ καφές, άνοστος.

[βαπόρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες