Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βίτσιο το [vítsxo] Ο39 : συνήθεια, επιθυμία που χαρακτηρίζεται από παραξενιά, ιδιορρυθμία, υπερβολή (συχνά μέχρι διαστροφής): H χαρτοπαιξία είναι το ~ του. Ξόδευε πολλά για να ικανοποιεί τα παράξενα βίτσια του. Ερωτικά βίτσια.
[μσν. βίτσιον < ιταλ. vizio]
- βιτσιόζικος -η -ο [vitsxózikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο βίτσιο ή στο βιτσιόζο.
[βιτσιόζ(ος) -ικος]
- βιτσιόζος ο [vitsxózos] Ο18 θηλ. βιτσιόζα [vitsxóza] Ο25α : αυτός που έχει βίτσια.
[ιταλ. vizioso -ς· βιτσιόζ(ος) -α]