Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάγια τα [vája] Ο45 γεν. πληθ. βαΐων και (λογοτ., λαϊκότρ.) βαγιών : κλαδάκια από διάφορα φυτά ή δέντρα, κυρίως δάφνης ή φοίνικα, που μοιράζονται στους εκκλησιαζομένους την Kυριακή των Bαΐων: Φυλάξαμε τα ~ στα εικονίσματα. (λόγ.) ΦΡ μετά βαΐων και κλάδων, με ενθουσιασμό και με μεγαλοπρέπεια: Tον υποδέχτηκαν μετά βαΐων και κλάδων.
[πληθ. του ελνστ. βάϊον, υποκορ. της λ. βάϊς `φύλλο φοινικιάς΄ (κοπτικής προέλ.) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- βάγια 1 η [vája] Ο25 : (παρωχ.) τροφός, παραμάνα· νταντά. || υπηρέτρια.
[μσν. βαγία, *βάγια < ελνστ. βαΐα, *βάϊα < λατ. *bajia ( [bá-] ) (πρβ. υστλατ. bajula [bá-] `τροφός΄)]
- βάγια 2 η : (λαϊκότρ.) δάφνη.
[< βάγια τα ουδ. πληθ. που θεωρήθηκε θηλ. εν.]