Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αψιμαχώ
1 εγγραφή
αψιμαχώ [apsimaxó] Ρ10.9α : 1.(για τμήματα αντίπαλων στρατιωτικών δυνάμεων) συγκρούομαι, έρχομαι σε συμπλοκή. 2. (μτφ.) για αναμέτρηση, φιλονικία ή εριστική συζήτηση: Aψιμαχούσαν μέσα στο δικαστήριο.

[λόγ. < αρχ. ἁψιμαχῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες