Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχηβάδα η [axiváδa] Ο26 : 1.οστρακοφόρο θαλασσινό μαλάκιο. || διακοσμητικό αντικείμενο που μοιάζει με αχηβάδα. 2. στη δυτική κυρίως αρχιτεκτονική, το τεταρτοσφαίριο που καλύπτει μία ημικυλινδρική κόγχη στην οποία τοποθετούνται αγάλματα ή διακοσμητικές παραστάσεις.
[1: μσν. αχηβάδα < χηβάδα με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-xi > miaxi > mi-axi] ίσως < *χημάδα < αρχ. χήμη· 2: λόγ. σημδ. της λ. κόγχη ή του γαλλ. conque]