Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφόρητος -η -ο [afóritos] Ε5 : 1.που είναι τόσο έντονα δυσάρεστος, ενοχλητικός ή οδυνηρός, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον ανεχτεί· ανυπόφορος: ~ πόνος. Aφόρητη ζέστη. Aφόρητο κρύο. H ζωή θα ήταν αφόρητη, αν έλειπε η ελπίδα. || που δύσκολα μπορεί κανείς να τον αντιμετωπίσει: H αφόρητη εχθρική πίεση τους ανάγκασε να υποχωρήσουν. 2. για κπ. του οποίου την παρουσία δεν μπορούμε να ανεχτούμε, που μας ενοχλεί, μας κουράζει ή μας εκνευρίζει: Έχει καταντήσει ~ με την γκρίνια του.
αφόρητα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἀφόρητος]