Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαγία
1 εγγραφή
αφαγία η [afajía] Ο25 & αφαγιά η [afajá] Ο24 : (οικ.) το να μην τρώει ή να μην έχει φάει κάποιος για σχετικά μακρό χρονικό διάστημα· αναφαγιά· (πρβ. πείνα, νηστεία): Έμεινε μισός από την ~.

[-ιά: α- 1 φαγ- (δες τρώω) -ιά· -ία: λόγ. επίδρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες