Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτόμολος
1 εγγραφή
αυτόμολος ο [aftómolos] Ο19 : (συνήθ. για πολεμιστή) αυτός που έχει αυτομολήσει: H δύναμη του εχθρού αυξήθηκε με τους αυτομόλους.

[λόγ. < ελνστ. αὐτόμολος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες