Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοψία η [aftopsía] Ο25 : η εξέταση τόπου, πράγματος κτλ. που κάνει κάποιος (συνήθ. εκπρόσωπος δημόσιας αρχής) αυτοπροσώπως: Tο δικαστήριο διέκοψε τη συνεδρίασή του για να ενεργήσει ~ στο χώρο του εγκλήματος. Έκθεση αυτοψίας για την καταλληλότητα ενός σχολικού κτιρίου.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοψία]