Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκαταστρέφομαι [aftokatastréfome] Ρ αόρ. αυτοκαταστράφηκα, απαρέμφ. αυτοκαταστραφεί : καταστρέφομαι από δική μου υπαιτιότητα ή από εσωτερικά αίτια.
[λόγ. αυτο- + καταστρέφομαι κατά το αυτοκαταστροφή]