Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ατυχής -ής -ές [atixís] Ε10 : (λόγ., κυρ. για ενέργεια, γεγονός) άτυχος: ~ σύμπτωση / παρέμβαση. Aτυχές γεγονός, ατυχία.
ατυχώς ΕΠIΡΡ κατά κακή τύχη, δυστυχώς. [λόγ. < αρχ. ἀτυχής, ἀτυχῶς]