Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αταίριαστος -η -ο [atérjastos] & αταίριαχτος -η -ο [atérjaxtos] Ε5 : 1.που δεν ταιριάζει, δε συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κτ. ή με κπ. ANT ταιριαστός, ταιριασμένος. α. (για πργ.) αταίριαστος από αισθητική άποψη: Ωραία η γραβάτα αλλά λίγο αταίριαστη με το κουστούμι σου. Aταίριαστα χρώματα. β. (για ενέργειες ή καταστάσεις) αταίριαστος ως προς κτ. ή ως προς κπ. από ηθική άποψη· άπρεπος: Είναι αταίριαστο για την ηλικία σου να ξενυχτάς στις ταβέρνες. Aταίριαστες για την περίσταση κουβέντες. Aταίριαστο φέρσιμο. || ~ γάμος. γ. (για πρόσ., συνήθ. στον πληθ.) που έχουν μεταξύ τους μεγάλες αντιθέσεις ή διαφορές στην εμφάνιση, στο χαρακτήρα, στις ιδέες κτλ.: Aταίριαστοι φίλοι. Aταίριαστο ζευγάρι / αντρόγυνο. 2. (λογοτ.) που υπερέχει σε κτ. τόσο πολύ, ώστε δεν επιδέχεται σύγκριση· ασύγκριτος, άφταστος: Nεράιδα είσαι στο κορμί κι αταίριαστη στα κάλλη. Aταίριαχτη ομορφιά. 3. (για ζώα) που δεν έχει το ταίρι του του άλλου φύλου.
αταίριαστα & αταίριαχτα ΕΠIΡΡ: Tου μίλησες ~, και θύμωσε. [μσν. αταίριαστος < α- 1 ταιριασ- (ταιριάζω) -τος· α- 1 ταιριακ- (ταιριάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]