Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ασυναρτησία
1 εγγραφή
ασυναρτησία η [asinartisía] Ο25 : η έλλειψη ή η απουσία λογικού ειρμού, λογικής σύνδεσης, σχέσης, συνέπειας ή οργάνωσης στα λόγια ή στις πράξεις κάποιου. || ασυνάρτητες σκέψεις ή λόγια: Όλο ασυναρτησίες λες. Mου αράδιασε ένα σωρό ασυναρτησίες.

[λόγ. < ελνστ. ἀσυναρτησία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες