Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχινώ
1 εγγραφή
αρχινώ [arxinó] & -άω Ρ10.1α μππ. αρχινημένος* & αρχινίζω [arxinízo] Ρ2.1α μππ. αρχινισμένος* : (προφ.) αρχίζω.

[μσν. αρχινώ < αρχ(ίζω) -ινώ κατά το ξεκινώ· μσν. αρχινίζω < αρχιν(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αρχινησ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες