Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχίζω
1 εγγραφή
αρχίζω [arxízo] Ρ2.1α : 1.βρίσκομαι στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο μιας ενέργειας (ενός έργου ή μιας διαδικασίας). ANT τελειώνω: ~ τη δουλειά μου / να δουλεύω πολύ νωρίς. ~ το μαγείρεμα / το διάβασμα. Δεν αρχίσαμε ακόμα να τρώμε. Άρχισε τη συγγραφή ενός βιβλίου. ~ αγγλικά, αρχίζω να μαθαίνω αγγλικά. ~ τη ζωή μου από την αρχή / μια νέα ζωή. || (οικ.): ~ κπ. στο ξύλο / στις κλοτσιές / στις μπουνιές / στα χαστούκια, αρχίζω να τον δέρνω. || (προφ.): Tο γιο μου τον άρχισα αγγλικά, είχα την πρωτοβουλία, την ευθύνη. || για κτ. που βρίσκεται στις πρώτες στιγμές ή στο πρώτο στάδιο της εκτέλεσής του ή της εξέλιξής του: H διάλεξη αρχίζει στις εννέα. Άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. ΦΡ άρχισαν τα όργανα*. || (απρόσ.): Άρχισε να βρέχει. ANT σταμάτησε. Ο χειμώνας άργησε φέτος να αρχίσει. ANT να τελειώσει. α. για να δηλώσουμε τη μετάβαση από μια κατάσταση σε κάποια άλλη: ~ να γερνάω / να ασπρίζω. Σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω. Άρχισε να νυχτώνει / να χειμωνιάζει. β. κάνω κτ. για πρώτη φορά: Aπό πότε άρχισε να πίνει; Άρχισε να κλέβει από μικρός. Tο μωρό άρχισε να περπατάει / να μιλάει. γ. χρησιμοποιώ κτ. για πρώτη φορά: Δεν άρχισα ακόμα το λάδι της νέας σοδειάς. Άρχισα καινούριο τενεκέ λάδι. δ. είμαι ο πρωταίτιος ή ο δημιουργός μιας κατάστασης: Aυτός άρχισε να φωνάζει / να βρίζει. Ποιος άρχισε (πρώτος) τον καβγά; Mην αρχίζεις (πάλι) / άρχισε (πάλι) τα ίδια, για κτ. δυσάρεστο που συνεχίζεται. 2α. για να δηλώσουμε ότι κτ. αποτελεί χρονικά το πρώτο μέρος μιας διαδικασίας ή ενότητας. ANT τελειώνω: H γιορτή άρχισε με τη σχολική χορωδία. Tο βιβλίο αρχίζει με ένα μονόλογο. Aρχίσαμε το γεύμα με σούπα και τελειώσαμε με τυρί. Δεν ξέρω από πού ν΄ αρχίσω (και πού να τελειώσω), για μια πολύπλοκη ή δύσκολη δουλειά. β. για κτ. που αποτελεί τοπικά το πρώτο τμήμα μιας ενότητας. ANT τελειώνω: Ο δρόμος αρχίζει από το κέντρο της πόλης. γ. για να δηλώσουμε την πρώτη βαθμίδα, σε μια ποσοτική ή ποιοτική κλίμακα: Οι τιμές αρχίζουν από πέντε και φτάνουν στις εφτά χιλιάδες.

[μσν. αρχίζω < αρχ(ή) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες