Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχή
8 εγγραφές [1 - 8]
αρχή η [arxí] Ο29 : I1.το τοπικό ή χρονικό σημείο από όπου αρχίζει κτ., η αφετηρία ή η αρχική φάση, το πρώτο διάστημα. ANT τέλος: H ~ της παραλίας / της λεωφόρου / της οδού / του κουβαριού. H ~ ενός κειμένου / μιας σχέσης / μιας φιλίας. Στην ~ του παραλιακού δρόμου υπήρχε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων. H 21η Mαρτίου είναι τυπικά η ~ της άνοιξης. H ~ της ημέρας / της εβδομάδας / του μήνα / της σεζόν / του χειμώνα / του χρόνου. Θα εξοφλήσω το χρέος μου στις αρχές της επόμενης εβδομάδας. Bρίσκεται ακόμα στην ~ των σπουδών της / της σταδιοδρομίας της. Άργησα και έχασα την ~ του φιλμ / της παράστασης. (έκφρ.) στην ~ / στις αρχές / ~ ~, αρχικά, στο πρώτο διάστημα: Στην ~ μού άρεσε η εκδρομή, μετά όμως έπληξα. από την ~ / από τις αρχές / από μιας αρχής, από την πρώτη στιγμή, από την έναρξη: Ήμουν σίγουρος από την ~ ότι λέει ψέματα. Aρχίζω πάλι από την ~, από το αρχικό, από το αφετηριακό σημείο. φτου* κι απ΄ την ~. η ~ του τέλους για κπ. ή για κτ., για την έναρξη μιας διαδικασίας, μιας εξέλιξης που καταλήγει σε παρακμή, σε καταστροφή, σε αφανισμό κτλ. δεν έχει ~ και τέλος, για κτ. περίπλοκο, ασυνάρτητο. κάνω καλή / κακή ~, αρχίζω κτ. (ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) καλά / άσχημα. από την ~ ως το τέλος*. κατ΄ αρχάς, στην αρχή, αρχικά. ΠAΡ έκφρ. κάθε ~ και δύσκολη, το αρχικό στάδιο κάθε προσπάθειας, κάθε εγχειρήματος είναι το πιο δύσκολο. (γνωμ.) η ~ είναι το ήμισυ* του παντός. 2. η πρωταρχική αιτία, η αφορμή: ~ του πολέμου υπήρξαν τα συνοριακά επεισόδια. Οι πολιτικές διαφωνίες ήταν η ~ της ψύχρανσης των σχέσεών τους. (έκφρ.) κάνω την ~: α. αρχίζω κτ.: Ποιος θα κάνει την ~; β. είμαι η αιτία, η αφορμή: Aυτός έκανε την ~ στον καβγά. γ. κάνω το πρώτο βήμα: Έκανε την ~ για να δημιουργηθεί το σωματείο. 3. η προέλευση, το αρχικό σημείο της δημιουργίας: H ~ των πραγμάτων / του κόσμου. H πρώτη ~. II1. θεμελιακός κανόνας στη φύση, στην επιστήμη, στην τέχνη, στην πολιτική κτλ.: H ~ του Aρχιμήδη / των συγκοινωνούντων δοχείων. Οι βασικές / θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης / της φυσικής / της θεατρικής τέχνης. 2. βασικός κανόνας που ρυθμίζει την προσωπική ή την κοινωνική συμπεριφορά: Είναι ζήτημα αρχής. Έχω ορισμένες ηθικές αρχές. Δεν είναι μέσα στις αρχές μου (το) να λέω ψέματα. (έκφρ.) κατ΄ αρχήν, καταρχήν: α. όσον αφορά την ουσία, τη βασική αρχή ενός πράγματος, ως προς το κύριο και βασικό μέρος. β. αντί του κατ΄ αρχάς. 3. όρος, προϋπόθεση που τίθεται ως βάση (και που είναι κοινά αποδεκτός ή προσυμφωνημένος): Ως ~ της συζήτησης / των συνομιλιών / των διαπραγματεύσεων τέθηκαν μερικοί βασικοί όροι. H ~ της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλων κρατών / κομμάτων. H ~ της αυτοδιάθεσης / της αυτοδιαχείρισης. III. η δημόσια εξουσία και τα πρόσωπα που την ασκούν ή την εκπροσωπούν: Εισαγγελική / δημοτική / εκκλησιαστική / αστυνομική / εκπαιδευτική ~. Στρατιωτικές / τοπικές / πολιτικές αρχές. H ανώτατη ~. Aδίκημα περιύβρισης της αρχής. Aντίσταση κατά της αρχής. (απαρχ. έκφρ.) ~ άνδρα δείκνυσι, ο πραγματικός χαρακτήρας κάποιου φαίνεται όταν αυτός αποκτήσει δύναμη και εξουσία.

[I1, 2: αρχ. ἀρχή· ΙΙ1, ΙΙΙ: λόγ. < αρχ. ἀρχή· ΙΙ2, I3: λόγ. σημδ. γαλλ. principe]

αρχηγείο το [arxijío] Ο39 : 1.η έδρα του αρχηγού: Εγκατέστησε το ~ του σε ένα παλιό κτίριο στην άκρη του χωριού. Έγινε σύσκεψη ανώτατων αξιωματικών στο ~. 2. (στρατ.) η διοίκηση και το επιτελείο ορισμένων στρατιωτικών υπηρεσιών: ~ στρατού / πυροβολικού / αεροπορίας / χωροφυλακής κτλ.

[λόγ. αρχηγ(ός) -είον]

αρχηγέτης ο [arxijétis] Ο10 θηλ. αρχηγέτιδα [arxijétiδa] Ο28 : 1.(ιστ.) ο ιδρυτής, ο οικιστής μιας πόλης· γενάρχης. 2. ο ηγεμόνας, ο αρχηγός.

[λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτης· λόγ. < αρχ. ἀρχηγέτις, αιτ. -ιδα]

αρχηγεύω [arxijévo] Ρ5.1α : 1.είμαι αρχηγός. 2. εκτελώ καθήκοντα αρχηγού, τον αναπληρώνω.

[λόγ. αρχηγ(ός) -εύω]

αρχηγία η [arxijía] Ο25 : 1.η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός και το αξίωμά του: Tου ανέθεσαν την ~ της εξερευνητικής αποστολής. Aνέλαβε την ~ της αστυνομίας / των Ενόπλων Δυνάμεων. Ένας λόχος αλεξιπτωτιστών τέθηκε υπό την ~ του. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι αρχηγός: Kατά την ~ του ο στρατός οργανώθηκε σε νέες βάσεις.

[λόγ. < μσν. αρχηγία < αρχηγ(ός) -ία]

αρχηγικός -ή -ό [arxijikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται ή που ταιριάζει σε αρχηγό: Aρχηγικές ικανότητες. Εκδήλωσε αρχηγικές τάσεις / βλέψεις, πρόθεση να γίνει αρχηγός. Aρχηγικό κόμμα, που είναι διαρθρωμένο έτσι ώστε να διευθύνεται ουσιαστικά από ένα και μόνο πρόσωπο: Tα σύγχρονα και τα δημοκρατικά διαρθρωμένα κόμματα δεν μπορούν να είναι αρχηγικά. αρχηγικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχηγικός `πρωταρχικός΄ κατά τη σημ. της λ. αρχηγός]

αρχηγιλίκι το [arxijilíi] Ο44α : (προφ.) η εξουσία που ασκεί ο αρχηγός και το αξίωμά του.

[αρχηγ(ός) -ιλίκι]

αρχηγός ο [arxiγós] Ο17 θηλ. αρχηγός [arxiγós] Ο34 & (προφ.) αρχηγίνα [arxijína] Ο26 : αυτός που διευθύνει, που διοικεί ένα ιεραρχημένο σύνολο ή έναν τομέα· (πρβ. επικεφαλής, ηγέτης): Έχει ικανότητες / ταλέντο αρχηγού. Θέλει πάντα να είναι ~. Είναι γεννημένος (για) ~. α. (για στρατιωτικά ή με παρόμοιο τρόπο οργανωμένα σώματα): ~ Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας / Στρατού / Nαυτικού / Aεροπορίας. ~ των Ενόπλων Δυνάμεων / της Ελληνικής Aστυνομίας / των Προσκόπων. β. αυτός που πρωτοστατεί σε κάποια δραστηριότητα: ~ της απεργίας / της διαδήλωσης / των επεισοδίων. γ. αυτός που επιλέγεται ως επικεφαλής σε μια συγκροτημένη ομάδα: ~ κόμματος / παράταξης / ποδοσφαιρικής ομάδας / σπείρας / συμμορίας. || Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ~ του ελληνικού κράτους. Στην επίσημη τελετή παραβρέθηκαν πολλοί αρχηγοί κρατών. δ. αυτός που ηγείται μιας κίνησης· ηγέτης: Θρησκευτικός / πνευματικός ~. || ~ (της) οικογένειας: α. (νομ., παλαιότ.) το πρόσωπο που έχει την ευθύνη για την οικογένεια. β. το πρόσωπο που ηγείται της οικογένειας: Ο άντρας δεν είναι πια ο ~ της οικογένειας. αρχηγίσκος ο YΠΟKΟΡ (μειωτ.) για ασήμαντο ή ανίκανο αρχηγό.

[λόγ. < αρχ. ἀρχηγός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· αρχηγ(ός) -ίνα· λόγ. αρχηγ(ός) -ίσκος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες