Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτοποι
3 εγγραφές [1 - 3]
αρτοποιείο το [artopiío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου παρασκευάζεται ή και πουλιέται το ψωμί· ψωμάδικο, φούρνος.

[λόγ. αρτο- + -ποιείον (πρβ. ελνστ. ἀρτοποίειον ίδ. σημ.)]

αρτοποιία η [artopiía] Ο25 : 1.η παρασκευή ψωμιού: Mηχανήματα αρτοποιίας. 2. το αρτοποιείο.

[λόγ. < αρχ. ἀρτοποιΐα]

αρτοποιός ο [artopiós] Ο17 θηλ. αρτοποιός [artopiós] Ο34 : αυτός που έχει ως επάγγελμα την παρασκευή ή και την πώληση ψωμιού· ψωμάς, φούρναρης.

[λόγ. < αρχ. ἀρτοποιός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες