Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνησιδικία
1 εγγραφή
αρνησιδικία η [arnisiδikía] Ο25 : (νομ.) η άρνηση δικαστή να εκδικάσει μια υπόθεση.

[λόγ. αρνησι- + δίκ(η) -ία μτφρδ. γαλλ. déni de justice]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες